- ανθοκήπιο
- ανθοκήπιο, το και ανθόκηπος, οκήπος στον οποίο καλλιεργούνται κυρίως λουλούδια για πούλημα: Στο κτήμα τους είχαν κι ένα μικρό ανθόκηπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.